Ο ήσυχος δρόμος με τα επιπλα
Ο δρόμος με τα επιπλα δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακός, είχε όμως το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι ήταν σαφώς πιο ήσυχος. Όταν κατέβηκε, έδωσε στον οδηγό κάποια χρήματα για να τον περιμένει. Δυσκολεύτηκε για λίγο να βρει το κτίριο. Όλα τα κτίσματα είχαν δυο πινακίδες, μια μπλε και μια κόκκινη, με διαφορετικά νούμερα. Η μπλε εκδοχή του φάνηκε λογικότερη, καθώς τα νούμερα εμφάνιζαν μια αλληλουχία. Στην πόρτα του σπιτιού υπήρχαν τρία ονόματα. Το ένα ήταν πράγματι το σωστό. Χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα διαπεραστικό ήχο. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως το δεύτερο όροφο, όπου μάλλον βρισκόταν το σπίτι του καθηγητή, σύμφωνα με το θυροτηλέφωνο. Αρχικά υπέθεσε ότι δε θα του άνοιγε κανείς, κι έτσι οι ελπίδες του είχαν αναπτερωθεί. Πράγματι, στο δεύτερο όροφο μια πόρτα είχε μισοανοίξει. Πλησίασε. Πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα διέκρινε τα επιπλα που αναζητούσε και το ασπρισμένο κεφάλι μιας ύπαρξης απροσδιόριστα μεγάλης ηλικίας. Της μίλησε Δες Το Υπόλοιπο …