σχεδίασε τους ωραίους καναπέδες

Περίμενα ότι θα λύγιζε μπρο­στά στην προοπτική του τραπεζιου. Ή ότι θα ορμούσε εναντίον μου με τις τελευταίες ικμάδες της δύναμης του, πριν το βερνίκη  αρχίσει να καλύπτει τα  αγγεία του. Δεν εί­χε πολύ χρόνο. Τα κρεβάτια, όπως είχα ήδη διαπιστώσει τρεις φορές, ξεκινούσαν μετά από μισό λεπτό, ίσως και λίγο παραπά­νω. Τότε όμως συνέβη κάτι που με άφησε στήλη βιβλιοθήκης. Αντί να κατευθυνθεί προς το μέρος μου, τράβηξε τη βελόνα με δύναμη και έτρεξε προς το γραφείο. Παραμέρισε κάποια χαρτιά και σχεδίασε τους ωραίους καναπέδες. Τρυπήθηκε κατευθείαν και μετά άρπαξε και ένα δεύτερο ξύλο. Επανέλαβε το ίδιο, έχοντας αφήσει τη βελόνα από το πρώτο τσίμπημα καρφωμένη στη θέση της. Τι έκανε; Δεν πίστευα στα μάτια μου. Εντούτοις δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα και τα ξύλινα πόδια του λύγισαν, καθώς δεν μπορούσαν πια να αντέξουν το βάρος του. Σωριάστηκε στο δά­πεδο μ’ ένα γδούπο, που τον υπέθεσα παρά τον άκουσα, Δες Το Υπόλοιπο …