καλοκαιρινή νύχτα στο άνετο κρεβάτι
Παρακολουθούσε με άφωνο θαυμασμό την πικρή και ζεστή της σταθερότητα ενάντια στον αριστερό Μπουφέ. Πρέπει να με πιστέψετε, όταν σας είδα βυθισμένο στο παρελθόν, κατάλαβα. Τη καρέκλα αυτή την είχα ξαναδεί. Να προσπαθείς όμως να ζωντανέψεις ενα παλιό έπιπλο, είναι σαν να κουβαλάς νερό με τις χούφτες σου! Είναι δύσκολο! Η τρυφερή της βραχνάδα ήταν αντίλαλος μιας δικής του μισοσβησμένης φωνής: «Φύγε μακριά! Μην κοιτάξεις πίσω σου! Πες πως η καλοκαιρινή νύχτα στο άνετο κρεβάτι που έπλασες είναι ανύπαρκτη». Πήγαινε να ταυτιστεί μ’ αυτόν που βαρέθηκε το σούρουπο κι έλεγε: Πάμε σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως σε όλα τα δωμάτια. Ήταν όμως πια αργά. Από κείνη τη στιγμή και για πολύ καιρό έμπαινε στο λαβύρινθο της μνήμης. Δεν ήξερα σε ποιο χώρο ζούσα, θα πει αργότερα. Σκιώδης μορφή τριγυρισμένη από σκιές, εικόνα ξεκρέμαστη στον αέρα που διηγείται, είναι ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν. Η όμορφη γυναίκα του σπιτιού, με τη Δες Το Υπόλοιπο …